- αγελοκόμος
- ἀγελοκόμος, ο (Α)βλ. ἀγεληκόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
αγεληκόμος — ἀγεληκόμος και ἀγελοκόμος, ο (Α) αυτός που φροντίζει, που φυλάει αγέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη + κόμος < κομῶ. Το ο στον β τύπο είναι συνθετικό το α στον γ τύπο από αφομοίωση] … Dictionary of Greek
αγελοκομικός — ἀγελοκομικός ή, όν (Α) [ἀγελοκόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ἀγελοκόμο* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει, να φυλάει κανείς αγέλη … Dictionary of Greek